- Λίμπιγκ, Γιούστους φον-
- (Justus von Liebig, Ντάρμστατ 1803 – Μόναχο 1873). Γερμανός χημικός και πανεπιστημιακός. Ήταν γιος εμπόρου χημικών προϊόντων και έδειξε από νεαρή ηλικία ενδιαφέρον για χημικά πειράματα. Το 1820 γράφτηκε στο πανεπιστήμιο της Βόνης και το 1821 μετεγγράφηκε στο πανεπιστήμιο του Έρλανγκεν, όπου δίδασκε χημεία ο Κάστνερ. Ωστόσο, τα γερμανικά πανεπιστήμια δεν κάλυπταν τις ανησυχίες του και ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου εργάστηκε διαδοχικά στα εργαστήρια του Γκοτιέ ντε Κλομπρί και του Γκέι-Λουσάκ, ενώ αργότερα παρακολούθησε τις παραδόσεις του τελευταίου και άλλων διαπρεπών επιστημόνων. Το 1824 διορίστηκε έκτακτος και, έπειτα από δύο χρόνια, τακτικός καθηγητής στο πανεπιστήμιο του Γκίσεν. Στον Λ. οφείλεται η ίδρυση χημικού εργαστηρίου στο Ντάρμστατ και χάρη στις παραδόσεις του η σχολή χημείας του Γκίσεν έγινε διάσημη σε όλο τον κόσμο, προσελκύοντας πολλούς σπουδαστές. Αφοσιώθηκε με πάθος στη συστηματική διδασκαλία της χημείας και πολλοί διάσημοι χημικοί του 19ου αι. υπήρξαν μαθητές του, όπως οι Χόφμαν, Κεκιλέ, Γουίλιαμσον, Βουρτς, Βέλερ, Φόλχαρτ κ.ά. Το 1852 ο Λ. έγινε καθηγητής στο Μόναχο, όπου δίδαξε έως τον θάνατό του. Οι εργασίες του Λ. αφορούν διάφορους τομείς της χημείας και της φυσιολογίας και ο ίδιος επιδόθηκε σε πολυάριθμες έρευνες, είτε μόνος του είτε σε συνεργασία με άλλους επιστήμονες. Ενδιαφέρθηκε κυρίως για την οργανική χημεία. Μελέτησε τον κροτικό υδράργυρο και τον κροτικό άργυρο, ανακάλυψε τις ισομέρειες του κυανικού και του κροτικού οξέος, τις αλκοόλες και τους εστέρες, συμβάλλοντας στη θεωρία των ριζών. Ανακάλυψε το χλωροφόρμιο, τη χλωράλη και άλλες ενώσεις. Ασχολήθηκε με το ουρικό οξύ και μαζί με τον Βέλερ (1832) δημοσίευσε μία ενδιαφέρουσα εργασία για το έλαιο του πικραμύγδαλου, το οποίο αποτελεί και σήμερα σταθμό στην ιστορία της χημείας. Επίσης, ανέπτυξε την τεχνική προσδιορισμού της περιεκτικότητας ενός δείγματος σε άνθρακα και υδρογόνο, από την μέτρηση της ποσότητας του διοξειδίου του άνθρακα και του νερού που παράγονται κατά την καύση του δείγματος. Οι μελέτες του Λ. στον τομέα της ανόργανης χημείας περιλαμβάνουν έρευνες για το αντιμόνιο, το αλουμίνιο, το πυρίτιο, για μια μέθοδο αποχωρισμού του κοβαλτίου και του νικελίου κ.ά. Στον τομέα της διατροφής των φυτών, ο Λ. διέβλεψε την ανάγκη παρουσίας ανόργανων αλάτων για τη γονιμότητα των εδαφών και έτσι εγκαινίασε τη χρήση των χημικών λιπασμάτων. Ασχολήθηκε επίσης με τη διατροφή των ζώων και παρασκεύασε το εκχύλισμα του κρέατος που φέρει το όνομά του. Υποστήριξε επίσης την άποψη ότι η θερμότητα του σώματος και οι ζωικές λειτουργίες οφείλονται στην ενέργεια που προέρχεται από την οξείδωση των τροφών μέσα στον οργανισμό και ότι οι πρωτεΐνες, οι υδατάνθρακες και τα λίπη και όχι ο άνθρακας και το υδρογόνο, όπως πίστευε ο Λαβουαζιέ, αποτελούν τα καύσιμα του οργανισμού. Ο Λ. δημοσίευσε πολλά έργα, στα οποία εξέθεσε τα αποτελέσματα των ερευνών του με μεγάλη σαφήνεια και απλότητα. Τα περισσότερα συγγράμματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Χρονικά χημείας και φαρμακευτικής, το οποίο είχε ιδρύσει ο ίδιος. Κυριότερο σύγγραμμά του θεωρείται το Εγχειρίδιο οργανικής χημείας.νόμος του Λ. Νόμος της οικολογίας που ονομάζεται και νόμος του ελαχίστου. Σύμφωνα με τον νόμο αυτό που διατύπωσε ο Λ. (1840), οι βασικές λειτουργίες των οργανισμών που ζουν σε ένα ισορροπημένο οικοσύστημα εξαρτώνται από τα αβιοτικά στοιχεία του οικοσυστήματος, τα οποία βρίσκονται σε πολύ μικρές, δηλαδή οριακές συγκεντρώσεις. Αυτό σημαίνει ότι, αν σε ένα οικοσύστημα η καλή λειτουργία των ζώων και των φυτών εξαρτάται από δέκα διαφορετικά στοιχεία, αυτά που τελικά διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο είναι τα στοιχεία που βρίσκονται σε ελάχιστες ποσότητες και όχι εκείνα που βρίσκονται σε περίσσεια. Αυτό είναι λογικό, γιατί σε αυτά είναι πιθανό να παρουσιαστεί έλλειψη. Το πρόβλημα όμως είναι ότι κάθε είδος οργανισμού έχει διαφορετικές ανάγκες σε κάθε στοιχείο. Για παράδειγμα, τα μαλάκια που κατασκευάζουν όστρακο χρειάζονται πολύ περισσότερο ασβέστιο απ’ ό,τι εκείνα που δεν κατασκευάζουν και τα διάτομα έχουν πολύ μεγαλύτερη ανάγκη από πυρίτιο απ’ ό,τι τα μαλάκια. Επομένως, η έννοια του ελάχιστου είναι δυνατόν να διαφέρει από είδος σε είδος. Αυτός ακριβώς είναι ένας από τους πολλούς παράγοντες που καθορίζουν και εξηγούν την πολυπλοκότητα της διατήρησης της οικολογικής ισορροπίας.
Dictionary of Greek. 2013.